Βρέθηκε το λήμμα
τζιντώ
  • Κεντρίζω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι.

    • -Ε βλέπου να τιλειών' η δ'λειά μας σήμιρα. Τζιέντα τουν τσι συ κουμματέλ' να κάν' τα βιασκά τ'.

    • -Τζιέντα = Ξεκίνα, προχώρα.