Βρέθηκε το λήμμα
τζιτζιρίζουμι
  • Ψήνομαι από τη ζέστη, καίομαι, τσουρουφλίζομαι

    • -Τζιτζιρ'ζόμαστι = ψηνόμαστε

    • -Τζιτζιρίσκα = κάηκα, τσουρουφλίστηκα