Βρέθηκε το λήμμα
τιμιλί (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. temelli = θεμελιωμένος (αντιδάνειο!)

  • Τελείως, Όλως διόλου

    • -Άι σταμάτα, τιμιλί τζαναμπέκ'ς γίν'τσις στα γιράματα σ'.

    • -Τιμιλί ζο είσι = είσαι όλως διόλου ζώον