Βρέθηκε το λήμμα
τιζαίρνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  1. Τεντώνω

  2. Πεθαίνω

    • -Τα τιζάρσι = τα τίναξε, πέθανε

    • -Τιζαρζ'μένου πανί = τεντωμένο πανί