Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. cüce = νάνος
Νάνος, μικρόσωμος, συνεκδ. γελωτοποιός