Βρέθηκε το λήμμα
τζουτζές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. cüce = νάνος

  • Νάνος, μικρόσωμος, συνεκδ. γελωτοποιός

Σχετικές λέξεις
τζουτζέκ'ς (ι)