Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kestirme
Παράκαμψη δρόμου για συντόμευση της απόστασης
Ετυμολογία: τουρκ. kestirme = παράκαμψη