Ετυμολογία: τουρκ.
shareμτφ. άνθρωπος μηδαμινός - τιποτένιος
Ετυμολογία: η λ. χαλός από το δίχαλος/δίχηλος
shareΆγκυρα πλοίου με τέσσερις χαλούς
Δένδρο μεγάλο σαν την αμυγδαλιά, με μικρό κόκκινο καρπό, που αρέσει στα πουλιά. Μπολιάζεται ως φυστικιά
Ετυμολογία: τουρκ. tefter < ελλ. διφθέριον, υποκορ. της λ. διφθέρα = δέρμα, μεμβράνη, κατάστιχο
shareΤετράδιο για καταγραφή χρεών
Συγκέντρωση αντικειμένων ή ανθρώπων
Ετυμολογία: ιταλ.
shareΤσουγκριστά, με άγγιγμα. Τόκα = χειραψία.
Μη ακριβές ζύγισμα, περίπου, είναι περίπου
Ετυμολογία: από το τουρκ. tuz = αλάτι
shareΣωρός αλατιού στις αλυκές, που τον σκέπαζαν με κεραμίδια, για προστασία του αλατιού, ώσπου να δοθεί στο εμπόριο
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΤο κρατητήριο της αγροφυλακής στο οποίο έβαζαν τα ζώα που έπιαναν σε αγροζημίες και για να τα αποφυλακίσει ο κάτοχος έπρεπε να πληρώσει το ανάλογο πρόστιμο
Ετυμολογία: τουρκ. tulum = σακί
shareΒάζω σε τουλούμι
μτφ. δέρνω άγρια
μτφ. Τρώω πολύ, γεμίζω το στομάχι μου
Ετυμολογία: τουρκ. tunc
shareΜπρούτζος, ορύχαλκος
μτφ. αμαθής, τούβλο, κουτός,
μτφ. μεθυσμένος