τιμπισίρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Η κιμωλία

τινικές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • μτφ. άνθρωπος μηδαμινός - τιποτένιος

    • -Τινικές ξιγάνουτους (μτφ. άνθρωπος άχρηστος)
τιντζιρές

Ετυμολογία: τουρκ. tencere

  • Τέντζερης

τιπές (ι)
  • Κορυφή, ύψωμα (Καρά Τιπές = Ύψωμα στη Μυτιλήνη)

τιρλίτσια (τα)
  • Πλεχτά μάλλινα παπούτσια για το σπίτι, είδος παντούφλας (κατοχική έμπνευση)

τιρσέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tersaçı και dırsek

  • Η γωνία (η στροφή) του δρόμου

Επίσης:
τισκιρές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ

  • Είδος διαβατηρίου, δημόσιο έγγραφο

τισπίχ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tespih = κομπολόι

Βλέπε:
τισσαρουχάλ' (του)

Ετυμολογία: η λ. χαλός από το δίχαλος/δίχηλος

  • Άγκυρα πλοίου με τέσσερις χαλούς

τιστές (ι)
  • Βιβλίο παντοπωλείου για βερεσέδια (χρέη).

τιτιά (η)
  • Φυτό που φύεται στις ακροποταμιές (η ιτιά). Χρησιμοποιείται για πλέξιμο καλαθιών.

τιτίζ

Ετυμολογία: τουρκ. titiz = ιδιότροπος

Βλέπε:
τιτιζλίκ' Βλέπε:
τιτίζους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. titiz

  • Λεπτολόγος

    • -Ούλ' μένα φλάγουν. Ντα, ποιός μπουρεί να σκουπίζ' πιο γλήγουρα τσι πιο «τιτίζκα»;

    • -Α! ξέρ'ς τι “τιτίζ” είνι τούτους; Μη λουγαριάιζ' τιτιζλίκ'!!!
Επίσης:
τιτίκ'ς (ι)
  • Ο καθαρός, ο μερακλής άνθρωπος

τιτράγκαθους (ι)
  • Δηλητηριώδης (μαλλιαρή) αράχνη

Τιτράδ' (η)
  • Η ημέρα Τετάρτη

τιτραμήθρα (η)
  • Δένδρο μεγάλο σαν την αμυγδαλιά, με μικρό κόκκινο καρπό, που αρέσει στα πουλιά. Μπολιάζεται ως φυστικιά

    • -Κάτσαμι κάτου απ' κη τιτραμήθρα
τιφαρίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τεφαρίκι = Πράγμα εκλεκτό

τιφτέρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tefter < ελλ. διφθέριον, υποκορ. της λ. διφθέρα = δέρμα, μεμβράνη, κατάστιχο

  • Τετράδιο για καταγραφή χρεών

τιφτιρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «τιφτέρ'»

τλιγάδ' (του) Βλέπε:
τλούπα (η)
  • Συγκέντρωση αντικειμένων ή ανθρώπων

    • -Μαζεύκαν τλούπις - τλούπις πίσου απ' του μπαχτσιέ μας
τλουπάν' (του) Βλέπε:
τόγ'
  • Χοντρός, τεράστιος, κήτος συν. του «τόφαλος»

τόκα (επίρρ.)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Τσουγκριστά, με άγγιγμα. Τόκα = χειραψία.

    • Επιφών.: τόκα του! = στην υγειά μας (έλα να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας)
τοκιστής (ο)
  • Αυτός που δάνειζε χρήματα με τόκο (προσοχή όχι τοκογλύφος)

τοκμάκ

Ετυμολογία: τουρκ. tokmak

  • Κόπανος

τόσινια
  • Τόσο μεγάλη

    • -Είδα μια φ'δαρνιά τόσινια!
τόσουνας
  • Τόσος

του λέγ' δε του λέγ'
  • Μη ακριβές ζύγισμα, περίπου, είναι περίπου

    • -Ε, καλά καλά η μπακίρα γιμώζ', του λέγ' δε του λέγ' ουχτό ουκάδις
του ψ'χώ
  • Των ψυχών (Θρησκευτική γιορτή, Σάββατο των ψυχών)

τούζλα (η)

Ετυμολογία: από το τουρκ. tuz = αλάτι

  • Σωρός αλατιού στις αλυκές, που τον σκέπαζαν με κεραμίδια, για προστασία του αλατιού, ώσπου να δοθεί στο εμπόριο

    • -Έιδου είνι η διασταύρουσ'. Να γ' αλτσές. Έφνα είνι η τούζλα απ' του άλας……(λόγια ξενάγησης)
τουζλάς Βλέπε:
τουζλούκια (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Μάλλινες περικνημίδες

τούκ' (αντων.)
  • Τούτη

τουκάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Η εγγράφα, η πόρπη

τουκάτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Το κρατητήριο της αγροφυλακής στο οποίο έβαζαν τα ζώα που έπιαναν σε αγροζημίες και για να τα αποφυλακίσει ο κάτοχος έπρεπε να πληρώσει το ανάλογο πρόστιμο

τούκινια (αντων.)
  • Τούτη

τούλ' (του)

Ετυμολογία: γαλλ., από την πόλη Tulle όπου αρχικά υφαινόταν

  • Λεπτό διαφανές ύφασμα

τουλουμιάζου

Ετυμολογία: τουρκ. tulum = σακί

  1. Βάζω σε τουλούμι

  2. μτφ. δέρνω άγρια

    • -Α σι τουλουμιάσ' στου άψι σβήσι
  3. μτφ. Τρώω πολύ, γεμίζω το στομάχι μου

    • -Ε μάνα άσι τα λόγια τσι βάλι του φαγί.

    • -Καλά α προυλάβ'ς να τουλουμιάσ'ς. Οπ' νάνι α κουπιάσ' τσ' ι γέρους.
τουλουμίσιου τυρί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tulum = σακί

  • Το τυρί που βγήκε από τουλούμι

τουλουμτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tulum = σακί

  • Ο τυροκόμος που έφτιαχνε τυρί για τουλούμια

τουλπάν' (του)

Ετυμολογία: μσν. τουλαπάνι < τουρκ. tülbend < περσ. Dulbând =

  1. Αραιοϋφασμένο βαμβακερό ύφασμα που το χρησιμοποιούν για σουρωτήρι

  2. Κεφαλόδεσμος

  3. λεπτό, βαμβακερό, διαφανές ύφασμα, (συνεκδ.) κεφαλόδεσμος, (μτφ.) διαφάνεια]

Επίσης:
τούμπου (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Σωλήνας νερού

τουν (αντων.)
  • τους

    • -Η μάνα τουν
τούννα (η)
  • Το ψάρι τόννος ο κοινός

τούντζ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tunc

  1. Μπρούτζος, ορύχαλκος

  2. μτφ. αμαθής, τούβλο, κουτός,

  3. μτφ. μεθυσμένος

τουρβάς

Ετυμολογία: τουρκ. torba

Βλέπε: