Ετυμολογία: στραβός + ζνίχ
shareΠιάνομαι στο σβέρκο από κάποια αιτία (π.χ. μετά από απότομη κίνηση του κεφαλιού, από κρυολόγημα κ.τ.λ.)
Χαλασμένος πάτος καλαθιού
μτφ. επί ανθρώπων: παρτσακλός, στραπατσαρισμένος, κακοφτιαγμένος
Ετυμολογία: αρχ. στράγξ -γος (= σταγόνα)
shareΣταγόνα υγρού
Ετυμολογία: μσν. αστράφτω < αρχ. αστράπτω
shareΑστράφτω
μτφ. χαστουκίζω σε βαθμό που «να βγουν αστραπές από τα μάτια»
Παραδέχομαι, αποδέχομαι, προσχωρώ σε μία άποψη, επιδοκιμάζω, επιτρέπω
Ετυμολογία: μσν. στρίβω < αρχ. στρέφω + κώλος
shareΔύσκολα, ανάποδα, περιπεπλεγμένα
Σβούρες
Μεγάλος κόμπος σε σχοινί
Εξόγκωμα
Το μπλέξιμο του διχτυού από ψάρι μέσα στη θάλασσα.
Χοντρά και γερά ίσια ξύλα τα οποία καρφώνονται σε κανονικές αποστάσεις πάνω στην καρίνα ενός πλεούμενου. Έτσι μισογίνεται ο σκελετός του
Ομοίωμα ανθρώπου που κρεμάνε οι αγρότες σε επίκαιρα σημεία του κτήματος με σκοπό να φοβίσουν τα πουλιά για να μην τρώνε την παραγωγή τους
μτφ. Άσχημος
Ό,τι απομένει από το καθάρισμα των δημητριακών. Γενικά τα περιττά και άχρηστα σκουπίδια.
Ετυμολογία: αρχ. σκίλλα (= αγριοκρέμμυδο) + ίδι (υποκορ. κατάλ.)
shareΤμήμα σκόρδου κ.τ.λ.
Χειροποίητο ξύλινο εργαλείο με το οποίο έσχιζαν τις λυγαριές για το πλέξιμο καλαθιών, πανεριών κ.τ.λ.
Στοιχειό
μτφ. άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες, τα ξέρει όλα, τα ελέγχει, τα προβλέπει
Έχω ρίγη, κρυώνω
Στη μέση, ατέλειωτα
Αδιακρίτως, χωρίς διαλογή
Εκσφενδονίζω,
Υποφέρω
Τραβώ
μτφ. πίνω
Ετυμολογία: τουρκ. sersem
shareΣαστισμένος, χαζός, φευγάτος, νοητικά καθυστερημένος
Κλείνω