στραβουζνιχιάζου

Ετυμολογία: στραβός + ζνίχ

  • Πιάνομαι στο σβέρκο από κάποια αιτία (π.χ. μετά από απότομη κίνηση του κεφαλιού, από κρυολόγημα κ.τ.λ.)

στραβουκαλαθόκουλας (ι)
  1. Χαλασμένος πάτος καλαθιού

  2. μτφ. επί ανθρώπων: παρτσακλός, στραπατσαρισμένος, κακοφτιαγμένος

στραβουκάν'ς
  • Με στραβά πόδια

στραβουμουτσνιάζου
  • Με μια γκριμάτσα δείχνω ότι αυτό που άκουσα ή είδα δεν μου άρεσε

στραγαλέλια (τα)
  • υποκορ. της λ. «στραγάλια»

Στρακής (ι)
  • Το όνομα «Ευστράτιος»

στρακουμένους (ι)
  • Δρόμος ή χωράφι στέρεο με καλά πατημένο το χώμα, που δεν βουλιάζει

στρατζιά (η)

Ετυμολογία: αρχ. στράγξ -γος (= σταγόνα)

  • Σταγόνα υγρού

    • -Γη βρύς ήντου ξηρή, κούκουρ, στρατζιά νιρό (δηλ ούτε μια σταγόνα νερό)
στράφτου

Ετυμολογία: μσν. αστράφτω < αρχ. αστράπτω

  1. Αστράφτω

  2. μτφ. χαστουκίζω σε βαθμό που «να βγουν αστραπές από τα μάτια»

    • -Α στράψου μια να σ' πω γω!
στρέβγου
  • Παραδέχομαι, αποδέχομαι, προσχωρώ σε μία άποψη, επιδοκιμάζω, επιτρέπω

    • -Μη πας στου γιαλό τσ' ε ντου στρέβγ' ι μπαμπά σ'! = δεν το επιτρέπει
στριμόκουλα (επίρρ.)

Ετυμολογία: μσν. στρίβω < αρχ. στρέφω + κώλος

  • Δύσκολα, ανάποδα, περιπεπλεγμένα

στριμπουμπλίθρις (οι)
  • Σβούρες

    • -Ήντασ' τσι γοι ψιλικατζήδις. Είχασ' σουραυλέλια, ξυραφίδις, στριμπουμπλίθρις τσ' άλλα πιχνιδέλια για τα μουρά
στρόπους (ι)
  • Το σκοινάκι με το οποίο δένεται το κουπί της βάρκας στο σκαρμό

στρούμπους (ι)
  1. Μεγάλος κόμπος σε σχοινί

  2. Εξόγκωμα

  3. Το μπλέξιμο του διχτυού από ψάρι μέσα στη θάλασσα.

στρουφιάζουμι
  • Τσατίζομαι, νευριάζω, αλλάζω όψη και διάθεση προς το κακό.

στρώσεις (οι)
  • Χοντρά και γερά ίσια ξύλα τα οποία καρφώνονται σε κανονικές αποστάσεις πάνω στην καρίνα ενός πλεούμενου. Έτσι μισογίνεται ο σκελετός του

στσ'λιάζου
  • Σκυλιάζω

    • -Στσύλιασι απ' του κακό τ'!
στσανιά (η)
  • Ζητιανιά

στσιάζουμι
  • Τρομάζω, φοβούμαι, βλέπω σκιές ανύπαρκτων ανθρώπων (από το φόβο μου)

στσιάνους (ι)
  • Ζητιάνος

στσιάχτρου
  1. Ομοίωμα ανθρώπου που κρεμάνε οι αγρότες σε επίκαιρα σημεία του κτήματος με σκοπό να φοβίσουν τα πουλιά για να μην τρώνε την παραγωγή τους

  2. μτφ. Άσχημος

    • -Ω Παναγιά μ', φκή ήντου ένα στσιάχτρου!
στσίβαλα (τα)
  • Ό,τι απομένει από το καθάρισμα των δημητριακών. Γενικά τα περιττά και άχρηστα σκουπίδια.

στσιβρώνου
  • Σκεβρώνω, έχουν πιαστεί οι αρθρώσεις μου.

στσίζου
  • Σκίζω

στσιλίδ' (του)

Ετυμολογία: αρχ. σκίλλα (= αγριοκρέμμυδο) + ίδι (υποκορ. κατάλ.)

  • Τμήμα σκόρδου κ.τ.λ.

    • -Δυο στσιλίδις σκόρδου!
στσιλιτός (ι)
  • Σκελετός

στσιπάζου
  • Σκεπάζω

στσιπάρν' (του)
  • Σκεπάρνι

στσιπαστός (ι)
  • Σκεπαστός, σκεπασμένος

στσιπή (η)
  • Σκεπή

στσιπός (ι)
  • Σκεπή

στσισμάδα (η)
  • Σχισμή

στσισμένους (ι)
  • Σχισμένος

στσίστρ'ς (ι)
  • Χειροποίητο ξύλινο εργαλείο με το οποίο έσχιζαν τις λυγαριές για το πλέξιμο καλαθιών, πανεριών κ.τ.λ.

στσοινί (του)
  • Σχοινί

στσύβγου
  • Σκύβω

στσύλους (ι)
  • Σκύλος

στύψ' (η)
  1. Στύψη

  2. μτφ. Άνθρωπος άτεγκτος, στρυφνός, ανάποδος

στχί (του)
  1. Στοιχειό

  2. μτφ. άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες, τα ξέρει όλα, τα ελέγχει, τα προβλέπει

    • -Τούτους, που βλέπ'ς, είνι στχί. Ούλα τα ξέρ'!
συ (αντων.)
  • Εσύ

σύβραση
  • Συνέψημα. Τρόπος παρασκευής φαγητού (κουκιά με κρεμμύδια τσιγαριστά).

συγκρυάζουμι
  • Έχω ρίγη, κρυώνω

    • -Τσι φουντών' του αίμα σ', τσι χκυπά γη καρδιά σ', τσι συγκρυάζιτι ούλου σ' του κουρμί
σύξ'λα
  • Στη μέση, ατέλειωτα

    • -Τσι τ' αφήνουμι ούλα σύξ'λα - σκη μέσ'- τσι μουνάχα μια κακία πουμέν'!
συράνα (η)
  • Το φαράσι

σύριπα (επίρρ.)
  • Αδιακρίτως, χωρίς διαλογή

    • -Τ' αρνιά α ντα πάρ'ς σύριπα = χωρίς διαλογή (π.χ. και τα μικρά και τα μεγάλα)
σύρνου
  1. Εκσφενδονίζω,

    • -Α σύρου μια πέτρα τσ' α σπάσου του τσιφάλι σ'!
  2. Υποφέρω

    • -Έσυρι λουρί! = υπέφερε πολύ

    • -Σύρνου λουρί!!!! = περνάω ζόρι

    • -Έσυρα τουν έρμου μ' = βασανίστηκα πολύ
  3. Τραβώ

    • -Σύρι μπε κουμμάκ' του σπάγκου = τράβα λίγο
  4. μτφ. πίνω

    • -Α σύρουμι κανένα; = θα πιούμε κανένα; (ούζο κ.τ.λ.)
συρσέμς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sersem

  • Σαστισμένος, χαζός, φευγάτος, νοητικά καθυστερημένος

    • -Διαβόλ συρσέμ, αχμάκ', μεις θέλουμι να συ ποίσουμι άθρουπου, τσι συ……
συρταριάζου
  • Γυροφέρνω, γυρίζω

    • -Κ' συρταριάζ' ούλ' κ' μέρα.
σφαλ'μένος (ι)
  • Κλειστός

    • -Του νταμ ήντου σφαλ'μένου τσ' εν ήμπα μέσα!
σφαλώ
  • Κλείνω

    • -Σφάλσι μιτά τσί πόρτις, σφάλσι τα παναθύρια τσί φύλαγι στα σκουκ'νά να μη φαίνισι