Βρέθηκε το λήμμα
στχί (του)
  1. Στοιχειό

  2. μτφ. άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες, τα ξέρει όλα, τα ελέγχει, τα προβλέπει

    • -Τούτους, που βλέπ'ς, είνι στχί. Ούλα τα ξέρ'!