Βρέθηκε το λήμμα
στραβουζνιχιάζου

Ετυμολογία: στραβός + ζνίχ

  • Πιάνομαι στο σβέρκο από κάποια αιτία (π.χ. μετά από απότομη κίνηση του κεφαλιού, από κρυολόγημα κ.τ.λ.)