Βρέθηκε το λήμμα
σύριπα (επίρρ.)
  • Αδιακρίτως, χωρίς διαλογή

    • -Τ' αρνιά α ντα πάρ'ς σύριπα = χωρίς διαλογή (π.χ. και τα μικρά και τα μεγάλα)