Βρέθηκε το λήμμα
στσιλίδ' (του)

Ετυμολογία: αρχ. σκίλλα (= αγριοκρέμμυδο) + ίδι (υποκορ. κατάλ.)

  • Τμήμα σκόρδου κ.τ.λ.

    • -Δυο στσιλίδις σκόρδου!