σπιτουπούλ' (του)
  • Σπουργίτης

σπιτσαρία (η)

Ετυμολογία: ιταλ. spezieria

  • Φαρμακείο

σπιτσιέρ'ς (ι)

Ετυμολογία: ιταλ. spezieri

  • Φαρμακοποιός

σπόρτκα (επίρρ.)
  • Δύσκολα

    • -Τα ήβρα σπόρτκα = δυσκολεύτηκα
σπουλάτις
  • Ευχή - πολλά τα έτη σου (χρόνια πολλά)

σπουριά (η)
  • αυλακιά που χωρίζει το σπαρμένο χωράφι από το άσπαρτο.

σπυρί-σπυρί
  • Ένα - ένα

    • -Σκόρπσι του στάρ' τσι του μαζέψαμι σπυρί - σπυρί
στ'βάζου
  • Στοιβάζω. Στο τρίτο πρόσωπο «στ'βάζ» λέγεται για σπυρί, καλόγερο ή απόστημα όταν μαζεύουν πύον, προκαλώντας επίμονο πόνο

    • -Έβγαλα ένα καλόγηρου τσι στ'βάζ' του πουδάρι μ'

    • -Στ'βάζ' ι τσιρός = Όταν στον ουρανό μαζεύονται σύννεφα .
Επίσης:
στ'λώνου
  • Στυλώνω

στ'μόν' (του)
  • Στημόνι

στ'μπώνου
  • Φράζω κάτι με πίεση, στουμπώνω, φράζω κάτι με στουπί ή με άλλο πώμα, επιπωματίζω

στ'χέλια (τα)
  • Μικροί στίχοι

    • -Τίλια μπρε άθρουπι θα θ'μούμι γω τούτα τα στ'χέλια που μ' αράδιασις;
στ'χί (του)
  • Στοιχειό

στα λιμά
  • Στα ύπουλα

στακουμιριά (η)
  • Η μεριά (πλευρά) από το «στάτς» (βλ. λ.)

στακώνου

Ετυμολογία: μσν. σταχώνω < μτγν. σταχώ (=δένω στάχυ)

  • Γεμίζω το δισάκι ή το σακί, πατώντας τα αντικείμενα

σταλαμός (ι)
  • Τρύπα στη σκεπή οικήματος από όπου στάζει η βροχή

σταλίζου ή σταλιάζου
  • Οδηγώ τα γιδοπρόβατα σε μέρος σκιερό για να αναπαυθούν, ιδίως το μεσημέρι. Βρίσκω ησυχία. Κουρνιάζω

    • -Σι χλουρό κλαδί έ θα μπουρείς να σταλίξ'ς! (απειλή)

    • -Απ του χάραμα έν έχου σταλίξ' διφτιρόλιφτου!

    • -Άστα δανά που σταλίσας, μη τα σαλαγάς! (τα πρόβατα)
στάμα (του)
  1. Περιφραγμένος, συνήθως με ξερολιθιές, υπαίθριος χώρος συγκέντρωσης αιγοπροβάτων για άρμεγμα, κούρεμα κ.τ.λ.

    • -Δίπλα στου νταμ, απέναντι απ' του στάμα
  2. Ποσότητα (250 οκάδων) ελαιοκάρπου για έκθλιψη στο ελαιοτριβείο

σταμνούδα (η)
  • Μικρή στάμνα

σταμουσύν' (η)
  • Η συνέπεια στο λόγο κάποιου, φρόνηση

    • -Μι τουν πστέβγισι, έν έχ' σταμουσύν' = δεν είναι συνεπής στο λόγο του
στάμπιλους (ι)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Σταθερός στο λόγο του

στανιάρου ή στανιαίρνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  1. Εμποτίζω, στεγανοποιώ

    • -Στανιάρσι η βάρκα
  2. μτφ. χορταίνω ή πίνω όσο δεν παίρνει άλλο

    • -Στανιάρσα, ήπια του καράρι μ'!
σταρ'κό (του)

Ετυμολογία: ελνστ. σιτάριον υποκορ. του αρχ. σίτος

  • Κόσκινο με μεγάλες τρύπες για κοσκίνισμα του σιταριού για να βγει το σκύβαλο και η ήρα

σταρόσκουν' (η)
  • Σκόνη σιταριού

στάτς (του)
  • Δύο μικροί, υφαντοί, μάλλινοι σάκοι, ενωμένοι στο επάνω μέρος, για τη μεταφορά ειδών. Το στάτς το έριχναν κρεμαστό από τη μια και από την άλλη μεριά του σαμαριού του ζώου και το γέμιζαν με είδη για μεταφορά.

σταυρόπιτα (η)
  • Πίτα στην οποία χρησιμοποιούσαν νερό από τον αγιασμό του Σταυρού

σταυρουλούλουδου (του)
  • Λουλούδι από την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης (του Λουλούδ)

σταυρουπιταλάτους (ι)
  • Με μεγάλη ταχύτητα και βιασύνη

    • -Ε Μήτρου, αντίχα μπε του μ'λαρ! Θα ξιφύγ' τσ' ύστιρα θα τρέχουμι σταυρουπιταλάκ' να του βρούμι.
σταφλαρνιά (η)
  • Μεγάλο τσαμπί σταφυλιού. Το βάζανε μέσα σε πετιμέζι ή κρασί για να διατηρηθεί και να το φάνε το χειμώνα

σταφνίζου
  • Βρίσκω την κατακόρυφη με το νήμα της στάθμης, χαράζω ευθεία γραμμή

στάφνισμα (του)
  • Το σημάδεμα του κορμού ενός δένδρου για να κοπεί σε ευθεία (το σημάδεμα γινόταν με μια κλωστή βουτηγμένη σε κόκκινο αλίπουδα)

στάχ' (του)
  • Έντονη διάθεση, όρεξη για κάτι (βλ. και λ. «ιστάχ'»)

σταχλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ο ορεξάτος για δουλειά.

στάχουμα (του)
  • Όταν τα δημητριακά βγάζουν στάχυα (ξεσταχυάζουν)

στβάζου Βλέπε:
στειλιάρ' (του)

Ετυμολογία: μσν. στειλειάριον, υποκορ. του αρχ. στε(ι)λεός

  • μτφ. ξυλοδαρμός

    • -Έφαγι στειλιάρ' π' α ντου θ'μάτι!
Επίσης:
στείρα (η)
  • Είδος μικρού ψαριού (ξαδερφάκι του ροφού)

στειρουπρόβατα (τα)
  • Πρόβατα από ενός έως δύο ετών, όταν γεννήσουν. Προτόγεννα, δευτερόγεννα κ.ο.κ

στεφανοχάρτ' (του)
  • Βεβαίωση γάμου

στήμ (η)

Ετυμολογία: αγγλ.

  • Φόρα, φούρια

    • -Είχι μια στήμ!

    • -Βάλι στήμ να τρέξουμι!
στιλιάρ' Βλέπε:
στίμα (του)
  • Ο λεκές του ρούχου που δεν καθαρίζει αλλά και τα σημάδια στο πρόσωπο του ανθρώπου.

στιμέμ Βλέπε:
στιρνά (τα)
  • Τα τελευταία (χρόνια ενός ανθρώπου)

    • -Στα στιρνά τ' μόνιασι μι τουν αδιρφό τ'!
στιρουκούλ'κου (του)
  • Τελευταίο στη σειρά γέννησης παιδί, στερνοπαίδι

στλάρ
  • Αναγνωριστική χαραγή στο αυτί του προβάτου (σε σχήμα μισοφέγγαρου με το άνοιγμα προς τα μέσα)

στουλ'δουκούκους (ι)
  • Αυτός που του αρέσει να στολίζεται

στουματού
  • Γυναίκα πολυλογού

στραβουζνίχ'ς (ι)
  • Με στραβό αυχένα