Βρέθηκε το λήμμα
στρέβγου
  • Παραδέχομαι, αποδέχομαι, προσχωρώ σε μία άποψη, επιδοκιμάζω, επιτρέπω

    • -Μη πας στου γιαλό τσ' ε ντου στρέβγ' ι μπαμπά σ'! = δεν το επιτρέπει