Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Χαλασμένος πάτος καλαθιού
μτφ. επί ανθρώπων: παρτσακλός, στραπατσαρισμένος, κακοφτιαγμένος