Βρέθηκε το λήμμα
στραβουκαλαθόκουλας (ι)
  1. Χαλασμένος πάτος καλαθιού

  2. μτφ. επί ανθρώπων: παρτσακλός, στραπατσαρισμένος, κακοφτιαγμένος