Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. αστράφτω < αρχ. αστράπτω
Αστράφτω
μτφ. χαστουκίζω σε βαθμό που «να βγουν αστραπές από τα μάτια»