Βρέθηκε το λήμμα
στράφτου

Ετυμολογία: μσν. αστράφτω < αρχ. αστράπτω

  1. Αστράφτω

  2. μτφ. χαστουκίζω σε βαθμό που «να βγουν αστραπές από τα μάτια»

    • -Α στράψου μια να σ' πω γω!