Βρέθηκε το λήμμα
στρατζιά (η)

Ετυμολογία: αρχ. στράγξ -γος (= σταγόνα)

  • Σταγόνα υγρού

    • -Γη βρύς ήντου ξηρή, κούκουρ, στρατζιά νιρό (δηλ ούτε μια σταγόνα νερό)