Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. στρίβω < αρχ. στρέφω + κώλος
Δύσκολα, ανάποδα, περιπεπλεγμένα