Βρέθηκε το λήμμα
συρσέμς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sersem

  • Σαστισμένος, χαζός, φευγάτος, νοητικά καθυστερημένος

    • -Διαβόλ συρσέμ, αχμάκ', μεις θέλουμι να συ ποίσουμι άθρουπου, τσι συ……