Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ξύλο μεγάλο και μακρύ που μπαίνει σ' όλο το μήκος απ' το εσωτερικό της καρίνας του πλεούμενου για να «δέσει» τις «στρώσεις»