Βρέθηκε το λήμμα
σουραυλέλια (τα)
  • υποκορ. της λ. «σουραύλι»

    • -Ήντασ' τσι γι ψιλικατζήδις. Είχασ' σουραυλέλια, ξυραφίδις, στριμπουμπλίθρις τσ' άλλα πιχνιδέλια για τα μουρά