Βρέθηκε το λήμμα
σουρουσούιλε

Ετυμολογία: τουρκ. sürüsü ile

  • Όλοι μαζί, με όλο τους το σόι

    • -Παγαίν' ουλ' σκ' ακλησιά μ'κροί - μιγάλ', σουρουσούιλε