Βρέθηκε το λήμμα
σουράτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Υπεροπτικό ή θυμωμένο ύφος

    • -Ήρθι μι του σουράτι τ' τσι μας έκανι του καμπόσου