Βρέθηκε το λήμμα
σπαργώνου

Ετυμολογία: αρχ. σπαργώ (= είμαι γεμάτος σφρίγος)

  1. Οι μαστοί μου παραγεμίζουν από γάλα, «πετρώνουν», με αποτέλεσμα να γίνεται δύσκολος ο θηλασμός

  2. Οι όρχεις μου παραγεμίζουν από σπέρμα, λόγω έλλειψης ερωτικής συνεύρεσης

    • -Σπαργώσας τα β'ζιά τσ' κατσίκας! Έχου δυό μέρις να κ' αρμέξου!