Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. σπαργώ (= είμαι γεμάτος σφρίγος)
Οι μαστοί μου παραγεμίζουν από γάλα, «πετρώνουν», με αποτέλεσμα να γίνεται δύσκολος ο θηλασμός
Οι όρχεις μου παραγεμίζουν από σπέρμα, λόγω έλλειψης ερωτικής συνεύρεσης