Βρέθηκε το λήμμα
σπιτουνκουτσυρεύγου
  • Εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση και τακτοποιημένη ζωή, τον «νοικοκυρεύω»

    • -Του μουρέλι μ' θα παντρέψου να του σπιτουνκουτσυρέψου