Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση και τακτοποιημένη ζωή, τον «νοικοκυρεύω»