Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Σίφων (όργανο με τη μορφή σωλήνα, σχήματος ανεστραμμένου U με άνισα σκέλη που χρησιμοποιείται για την μετάγγιση υγρών από μια στάθμη σε άλλη χαμηλότερη)
Μικρός ανεμοστρόβιλος, κυρίως κατά τη φθινοπωρινή εποχή, γυροφέρνοντας ξερά φύλλα.