Βρέθηκε το λήμμα
σουλουκέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σουλούκ'»

    • -Έλα έιδουνα να κάνουμι ένα σουλουκέλ' τσι να πιούμι ένα τσιγάρου