Βρέθηκε το λήμμα
σαλαγώ

Ετυμολογία: μτγν. σαλαγέω < μσν. σάλαγος (= δυνατή φωνή)

  • Κινούμαι, κινώ ελαφρά, πειράζω, προκαλώ θόρυβο, βοή

    • -Βρόντουμ', ξαναβρόντουμ' κ' πόρτα τ' παπά, κανένας ε σαλαγούσι απού μέσα

    • -Σαλάγατα = Κούνα τα

    • -Σαλάγα τα πρόβατα = προχώρα τα