Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μτγν. σαλαγέω < μσν. σάλαγος (= δυνατή φωνή)
Κινούμαι, κινώ ελαφρά, πειράζω, προκαλώ θόρυβο, βοή