Βρέθηκε το λήμμα
σ'χαμός (ι)
  • Αυτός ή οτιδήποτε που προκαλεί το συναίσθημα της αηδίας

    • -Τα μουρά τ' είνι ένας σ'χαμός! Ούλου μεσ' κη βρουμιά είνι.