Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: περσ.
Σάλι = γυναικείο πλεκτό για τους ώμους, εσάρπα, επώμιο