Βρέθηκε το λήμμα
σαλαμέτ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ευτυχώς, το θέμα είχε καλό τέλος

    • -Κουντέψαμι να σκουτουθούμι, αλλά σαλαμέτ.