Βρέθηκε το λήμμα
σαβουριάζου
  1. Βάζω σαβούρα

  2. μτφ. Τρώω τον άμπακα

    • -Μας είχι κάλεσμα ι γαμπρός μ' απουβραδίς, σαβουριάσαμι για τα καλά.
  3. μτφ. μεταχειρίζομαι κάποιον σα σαβούρα

    • -Μας σαβουριάσαν μες σ' ένα νταμ, τριάντα αθρώπ', τσι μας ξιχάσασ'.