Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Υπόστεγο με τρεις τοίχους και ανοιχτό στην τέταρτη πλευρά. Πρόχειρη αποθήκη, στάβλος