Βρέθηκε το λήμμα
σάγια (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Υπόστεγο με τρεις τοίχους και ανοιχτό στην τέταρτη πλευρά. Πρόχειρη αποθήκη, στάβλος

    • -Του σπίκ' έχ' τσι σάγια για να δέν'ς του μ'λαρι σ'!