Βρέθηκε το λήμμα
σαΐν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. şahin

  1. Σαΐνι = το γεράκι, είδος αρπακτικού πτηνού

  2. μτφ. άνθρωπος πολύ έξυπνος, ικανότατος, εύστροφος

Σχετικές λέξεις
σ'αχίν'