Βρέθηκε το λήμμα
σαλμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. salma = απελευθέρωση

  • Ανακατεμένα πράγματα

    • -Ούλα ήνταν πιταμένα χάμ', ένας σαλμάς!