Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. savurduö αόρ. του ρ. savurmak
Διώχνω, ρίχνω, τινάζω, σφεντονίζω