Βρέθηκε το λήμμα
σαβουρντίζου και σαβουρντώ

Ετυμολογία: τουρκ. savurduö αόρ. του ρ. savurmak

  • Διώχνω, ρίχνω, τινάζω, σφεντονίζω

    • -Τ' σαβούρντσα κάνα δυο τσ' έστρουσι = του έριξα μια δυο και έστρωσε (δηλ έβαλε μυαλό)

    • -Σαβούρκσ'του μπε = ρίξε το, πέταξέ το