Βρέθηκε το λήμμα
σαβουρώνου
  • Συγκεντρώνω χρήματα-πράγματα κατά τρόπο όχι και τόσο καθαρό (ακόμα και με κλεψιές), σφετερίζομαι, αρπάζω

    • -Σαβουρών' όκ' έβρ' τσ η μάνα τ' ε παίρν' χαμπάρ'!