Βρέθηκε το λήμμα
σάζου

Ετυμολογία: αρχ. ισάζω (= ευθυγραμμώ)

  1. Φτιάχνω, τακτοποιώ, διορθώνω

    • -Άμι μπε να σάξ'ς τα διμάκια μεσ' του νταμ!
  2. Τακτοποιούμαι οικονομικά (στην παθητική φωνή δηλ. «σάζουμι»)

    • -Άμα πλούσαμι κανένα σύκου ανί (θα) σαζόμασταν
  3. Συμφιλιώνομαι

    • -Άντι μπε να τα σάξ'τι πλιά!
  4. Απειλή για επιβολή ποινής

    • -Έννοια σ' αχριάν', α σι σάξου γω!