Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. ισάζω (= ευθυγραμμώ)
Φτιάχνω, τακτοποιώ, διορθώνω
Τακτοποιούμαι οικονομικά (στην παθητική φωνή δηλ. «σάζουμι»)
Συμφιλιώνομαι
Απειλή για επιβολή ποινής