πότι - πότι
  • Ενίοτε

πότι (επίρρ.)
  • Πότε

πού τσ' ανάρια
  • Σπανίως

πουβαρώ Βλέπε:
πουβγάζου
  1. Ξεπλένω (ρούχα)

  2. Αφανίζω, καταπονώ, ξεκάνω

  3. Δέρνω πολύ

    • -Τουν πούβγαλι στου ξύλου

    • -Γ'ναίκα να σ' πιτύχ'! Ούλ' κ' μέρα σκουτουκουμό τσι γρίνα. Τουν πούβγαλι τουν άθρωπου, τσι λιέτι τσ' αγκρίζ' μες τα σουκάτσια!
πούβητα ή πούβιτα (επίρρ.)

Ετυμολογία: μσν. πούπετα (= πουθενά)

  • Πουθενά

    • -Μη του πείτι πούβιτα, μη του πείτι!!. Είδιτι ντα πήγαμι να πάθουμι;»
πουβράζου
  • Βράζω φαγητό με λίγο νερό

πουγιεύγουμι
  • Δοκιμάζω

    • -Να, μόλις τέλειουσι του λιμουνάτου, κάτσι να σ' βάλου μια μυρουδιά να του πουγιφτείς
πουδάρ' (του)

Ετυμολογία: μσν. ποδάριον

  • Ξύλινο μέρος του αλετριού

πουδαρ'κό (του)

Ετυμολογία: αρχ. ποδάριον, υποκορ.του πους - ποδός > ποδάρ + ικό (κατάλ.)

  • Πρωτοχρονιάτικο έθιμο, για να πάει καλά ο χρόνος

πουδαρέλια (τα)
  • Μικρά πόδια

πουδαρίζασ' στα γέλια
  • Φρ: Γελούσαν πάρα πολύ

πουδαρώνου

Ετυμολογία: ποδάρι + ώνω > ποδαρώνω

  • Σηκώνομαι στα πόδια μου μετά από αρρώστια, γίνομαι καλά

πουδιά (η)
  • Πεζούλι παραθύρου

πουδιαλόγια (τα)
  • Όσα απομένουν από τη διαλογή, τα σκάρτα

πουδόμες (οι)
  • Σέτια, αναβαθμοί σε πλαγιά για καλλιέργεια

πουδόσταμα προυργιό (του)
  • Είναι το κυρτό ξύλο της πλώρης ενός πλεούμενου που είναι συνέχεια και προς τα κάτω της «γκάγκας» (βλ. λ.)

πουδόσταμα πρυμνιό (του)
  • Είναι το ξύλο της πρύμνης που έρχεται να ενωθεί με την καρίνα ενός πλεούμενου

πουδουμιάζου
  • Κατασκευάζω «πουδώμ'» (βλ. λ.)

πουδώμ' (η)

Ετυμολογία: μσν. πόδωμα (= βάση, δάπεδο)

  • Πεζούλα σε επικλινές έδαφος χωραφιού για να συγκρατούνται τα χώματα και τα δένδρα, κυρίως οι ελιές

πουκαθ'σμένους (ι)
  • Κάτι που δεν «ανέβηκε», π.χ. για κέικ, ψωμί κ.τ.λ.

πουκαθούρα (η) Βλέπε:
πουκαμένους
  • Εξαντλημένος, εξουθενωμένος

πουκάνου
  • Εξαντλούμαι σωματικά, κουράζομαι πολύ

    • -Πόκαμα = Εξαντλήθηκα, δεν έχω άλλες δυνάμεις
πουκλαίγουμι
  • Παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ

    • -Έλα μπε ούλου πουγλαίγισι!. Να πουκλιαστεί κανένας άλλους. Συ ντα ανάτζ' έχ'ς;.
πουκόβγου
  1. Αποκόπτω το μικρό αρνάκι από το μητρικό γάλα

  2. Υπολογίζω μια ποσότητα χονδρικώς

πουκουράζουμι
  • Ξεκουράζομαι λίγο για να συνεχίσω μετά. Διάλειμμα εργασίας.

πουκουτώ
  • Τολμώ, αποφασίζω

    • -Έχου του στσύλου σκ' αυλή τσ' ι Γιώργ'ς ε πουκουτά να μπει μέσα.
πούλ'

Ετυμολογία: τουρκ. pul

  1. Επαναλαμβανόμενο (πούλ' πούλ' πούλ') είναι κλήση της νοικοκυράς για να συγκεντρώσει τις πουλάδες από την αυλή (για φαγητό ή για να τις βάλει στο κοτέτσι)

  2. Γραμματόσημο, χαρτόσημο

πουλήμ' (του)
  • Δεξαμενή κρύου νερού-συνήθως πιθάρι-μέσα από το οποίο περνούσε ο σωλήνας του ρακοκάζανου, για υγροποίηση των υδρατμών.

πούλιες (οι)
  • Οι βεντούζες, τα «μάτια» του χταποδιού στα πλοκάμια

πουλιόμουρφα
  • Πολύ ωραία

    • -Πουλιόμουρφα ε ντα κάνουμι κάθι χρόνου;
πουλιουρίζου

Ετυμολογία: πολύ + ώρα

  • Αργοπορώ, καθυστερώ

πουλίτ'κου σύκου (του)
  • Ποικιλία σύκου (προερχόμενο από την Κων/λη)

πουλιώρα (επίρρ.)
  • Από πολλή ώρα

πουλούκ

Ετυμολογία: τουρκ. bölük (?) = χώρισμα

  • Ζυγός βοδιών

πουμένου
  • Μένω

    • -Μουνάχα μια κακία πουμέν'

    • -Άλαλου πόμνι του Γιαννέλ'
πουμουν'κός (ι)
  • Υπομονετικός

πουν'κός (ι)
  • Ο συμπονετικός

    • -Πουν'κό μουρό είνι τούτου!
πουνώ
  • Πονάω

    • -Τσι του μ'λαρ πλαλεί τσι κ'νεί

    • κ' Θουδουρούλα μ' που πουνεί.
πουπλάτς Βλέπε:
πουπλίζου
  • Πιπιλάω

πουργός (ι)

Ετυμολογία: αρχ. υπουργός (= βοηθός, υπηρέτης)

  • Ο εργάτης της οικοδομής που κουβαλούσε πέτρες και λάσπη στον μάστορα

πουρδάς (ι)
  • Αυτός που κλάνει κατά σύστημα

πουρδή (η) ή πόρδους (ι)
  • Η κλανιά

πουρδουπλάδα (η)
  • Λόγια χωρίς βάση, ανεκπλήρωτη υπόσχεση.

πουρδουράτ'ς (του)
  • Το ρακί (υποκοριστικά, χαϊδευτικά, περιπαικτικά)

    • -Άι κόψι κουμμάκ' κασκαβάν' να πιούμι τσι κανά πουρδουράτ'ς, να παν τα ντέρκια κάτου
πουρεύγουμι

Ετυμολογία: μσν. πορεύομαι, αρχ. πορεύω (= προμηθεύω, παρέχω)

  • Κάνω και χωρίς αυτό, δεν με νοιάζει

    • -Άι πουρεύγουμι τσι που δε τόχου!

    • -Πουρεύγουμι αμά ε σι δω!.
πουρκί (του)
  • Μικρή πόρτα

    • -Σφάλσι του πουρκί = κλείσε τη μικρή πόρτα
Επίσης:
πουρνό (του)
  • Πρωί

    • -Πουρνό - Πουρνό = Πρωί - πρωί