Ξεπλένω (ρούχα)
Αφανίζω, καταπονώ, ξεκάνω
Δέρνω πολύ
Ετυμολογία: μσν. πούπετα (= πουθενά)
shareΠουθενά
Δοκιμάζω
Ετυμολογία: αρχ. ποδάριον, υποκορ.του πους - ποδός > ποδάρ + ικό (κατάλ.)
shareΠρωτοχρονιάτικο έθιμο, για να πάει καλά ο χρόνος
Ετυμολογία: ποδάρι + ώνω > ποδαρώνω
shareΣηκώνομαι στα πόδια μου μετά από αρρώστια, γίνομαι καλά
Είναι το κυρτό ξύλο της πλώρης ενός πλεούμενου που είναι συνέχεια και προς τα κάτω της «γκάγκας» (βλ. λ.)
Είναι το ξύλο της πρύμνης που έρχεται να ενωθεί με την καρίνα ενός πλεούμενου
Ετυμολογία: μσν. πόδωμα (= βάση, δάπεδο)
shareΠεζούλα σε επικλινές έδαφος χωραφιού για να συγκρατούνται τα χώματα και τα δένδρα, κυρίως οι ελιές
Παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ
Ετυμολογία: τουρκ. pul
shareΕπαναλαμβανόμενο (πούλ' πούλ' πούλ') είναι κλήση της νοικοκυράς για να συγκεντρώσει τις πουλάδες από την αυλή (για φαγητό ή για να τις βάλει στο κοτέτσι)
Γραμματόσημο, χαρτόσημο
Δεξαμενή κρύου νερού-συνήθως πιθάρι-μέσα από το οποίο περνούσε ο σωλήνας του ρακοκάζανου, για υγροποίηση των υδρατμών.
Ετυμολογία: αρχ. υπουργός (= βοηθός, υπηρέτης)
shareΟ εργάτης της οικοδομής που κουβαλούσε πέτρες και λάσπη στον μάστορα
Το ρακί (υποκοριστικά, χαϊδευτικά, περιπαικτικά)
Ετυμολογία: μσν. πορεύομαι, αρχ. πορεύω (= προμηθεύω, παρέχω)
shareΚάνω και χωρίς αυτό, δεν με νοιάζει