Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Δεξαμενή κρύου νερού-συνήθως πιθάρι-μέσα από το οποίο περνούσε ο σωλήνας του ρακοκάζανου, για υγροποίηση των υδρατμών.