Βρέθηκε το λήμμα
παραβαρώ
  • Δίνω βάρος, γίνομαι φόρτωμα, κουράζω

    • -Έ μ' αρέσ' να παραβαρώ του κόσμου.
Σχετικές λέξεις
πουβαρώ