Προς στιγμή, επί του παρόντος, για την ώρα
Πρωτοκύριακο = Η πρώτη Κυριακή μετά την Καθαρά Δευτέρα, δηλαδή η πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής. Ημέρα κατά την οποία έβγαιναν τα αρραβωνιάσματα βόλτα στο γιαλό!
Πριν
Πολύ ώριμο σύκο έτοιμο να πέσει από τη συκιά
μτφ. Κατάσταση εξάντλησης, εξουθένωσης
Μικρό βοηθητικό παράσπιτο (υποκορ. της λ. «πστέλ'»)
Ετυμολογία: πυρ + μάχομαι
shareΧώρος, κυρίως υπαίθριος, σαν πρόχειρο τζάκι, όπου έψηναν τα φαγητά
Πυροστάτης (σιδερένιος τριγωνικός τρίποδας πάνω στον οποίο τοποθετούσαν τα μαγειρικά σκεύη πάνω από φωτιά)
Ετυμολογία: τουρκ. buhar = ατμός, καμινάδα
shareΚαπνοδόχος, φουγάρο, ράφι πάνω απ' το τζάκι
Ειδικό διακοσμητικό πανί για το «πχαρί» (βλ. λ.)