Βρέθηκε το λήμμα
πουδώμ' (η)

Ετυμολογία: μσν. πόδωμα (= βάση, δάπεδο)

  • Πεζούλα σε επικλινές έδαφος χωραφιού για να συγκρατούνται τα χώματα και τα δένδρα, κυρίως οι ελιές