πιτρουχάρανου (του)
  • πήλινο δοχείο (χαρανί) μαγειρέματος

πιτσ'λάτου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με μαυρόασπρη μούρη

πιτσάφλα (η)
  1. Φλούδα

  2. μτφ. τμήμα από επιδερμίδα του ανθρώπινου δέρματος.

    • -Χκύπ'σα του πουδάρι μ' τσ' ήβγι μια πιτσάφλα να!
πιτσένιους (ι)
  • Ο πέτσινος

    • -Πιτσένιους τρουβάς

    • -Α γιμώσου του πιτσένιου (εννοεί τον τρουβά) τραχανό τσ' α μπαγαίνου (θα φύγω)

    • -Πιτσένια μούτσνα έχ' = ως έκφραση σημαίνει «δεν ντρέπεται, αδιάντροπος»
πιτσέτα (η)
  • Πετσέτα

πιτσί (του)
  • Δέρμα, επιδερμίδα

    • -«Κυρία… κυρία, φαγώθ'κας απ' του Γιουργή, τα πιτσιά τουν τα ρίξασ'», πετάχτηκαν και είπαν μερικά παιδιά μέσα στην τάξη
πιτσιτούδις (οι)
  • Μικρές πετσέτες

πιτσλάδις (οι)
  • Οι βούλες

    • -Ήντου ένα μαύρου παλιόσλου μ' άσπρις πιτσλάδις
πιτσλάτους (ι)
  • Με βούλες

πιτσλιάρ'ς (ι) Βλέπε:
πιτσούλ'κου πρόβατου (του)
  • Με βούλες στο στόμα

πιτσούλ'ς (ι)
  • Με βούλες, παρδαλός

    • -Ι πιτσούλ'ς ι στσύλους
Επίσης:
πιτσούλα (η)
  1. η φακίδα

  2. η πρώτη ώριμη ρώγα του σταφυλιού

  3. μτφ. ο πολύ ικανός άνθρωπος

    • - Μη στινουχουριέσι μπαμπά, του Βαγγιλέλ' εν είνι τέτοιους άθρουπους, είνι πιτσούλα μουρό
πιτσούρ' (του)
  1. Κομμάτι δέρματος

  2. Η κόρα του ψωμιού

πιτώ
  • Πετώ

πιχιντώ
  • βλ. λ. «μπιχιντώ»

πκειά (η)
  • Η μαγιά (πητειά)

πκουμακιά (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Η μπουκιά

    • -Μια πκουμακιά απ' του ένα φαΐ τσι μια απ' τ'άλλου
πλάγ' (του)
  • Η πλευρά

    • -Έ μπρόλαβα να δω ούτι τα πλάγια μ'= τα πλευρά μου με την έννοια ότι πιάστηκα εξαπίνης
πλάδα (η)
  • Κοτόπουλο θηλυκό πριν αρχίσει να γεννάει

πλάκα (η)
  1. Ένα κομμάτι σαπουνιού

  2. Ακτινογραφία,

  3. Ταφόπετρα,

  4. Δίσκος γραμμοφώνου,

  5. Αστείο,

  6. Είδη σε σχήμα πλακέτας.

    • -Ε μάνα, φέρι μια πλάκα σαπούν'

    • -Ι γιατρός μ' είπι να βγάλου μια πλάκα = ακτινογραφία

    • -Βάλι τούκ' κη πλάκα να χουρέψουμι

    • -Ας κη πλάκα τσ' ε τα χάφτουμι μεις έιτουτα (δηλ τα αστεία)
πλακάκια (τα)
  • Είδος παιχνιδιού

    • -Τα μπικιαρέλια την έβγαζαν με ‘πάστρα' στο καφενείο του Μιλιήμ και του Πανανάκ', με τα ‘πλακάκια', με το ‘κότσι', με ‘κορώνα-γράμματα' ή ακόμα και ‘μονά-ζυγά'
πλακουμούν' (του)
  • Σεξουαλική πράξη μεταξύ δύο γυναικών

πλανέτα (η)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Χαρτόνι

πλανετούδις (οι)
  • Κομμάτια από χαρτόνι

    • -Α πεις τ' Νουνού μ' τ' Νικάκ' να μ' στείλ' καμιά πλανετούδα; Πέτου μπε δάσκαλι!
πλαταμαριά (η)
  • Κουδούνι σχήματος πλακέ

πλατίργια (τα)
  • Παθήματα

    • -Έπαθα πουλλά πλατίργια
πλατόσ'κα (τα)
  • Ποικιλία σύκων

πλατσάδα (η)
  • Τα πατημένα ή συσκευασμένα σ' αυτή τη μορφή σύκα.

πλησ'άρς (ι)
  • Ακάθαρτος

πλιά
  • Πια, πλέον

πλιγουρόσουπα (η)
  • Σούπα από πλιγούρι

πλουκάμ' (του)
  • Ο πλόκαμος του χταποδιού

πλούμ (του)
  • Στολίδι

πλουμ'στός (ι)
  • Ο στολισμένος

πλώρους (ι)

Ετυμολογία: προ + ώρας > πρόωρος > πρώρος > πλώρος (με ανομοίωση)

  • Πολύ πρώιμο σύκο, που γίνεται γλυκό του κουταλιού

πνιγούρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bulgur = βρασμένο και χοντροαλεσμένο στάρι

  • Πλιγούρι

Επίσης:
πξίδις (οι)
  • Είδος πικρού φαγώσιμου χόρτου (βγάζει ένα κίτρινο λουλουδάκι)

Επίσης:
ποθεμό
  • Λέγεται για κάτι που έχει τέτοια αξία που δεν το αφήνω ποτέ απ' το χέρι μου.

    • -Ποθεμό ε τόχου = Δεν πρόκειται να το αφήσω, να το παρατήσω
ποιανού -ής -ών (αντων.)
  • Γενική του «ποιος»

    • -Ποιανού είνι του κατσ'καδέλ';
ποίκα
  • Έκανα (αόρ. του ρήματος κάνω)

    • -Γω τα ποίκα ούλα, γω! Είδις μουτσνάρις; Ντα λέγ'ς δασκάλ'σσα α τα πάρου τα κατουμμύργια;

    • -Ας ποίσου ένα γλυκό να γλείφ'ς τα δαχτύλια σ'

    • -Τίλια του ποίτσις; = πώς το έκανες;
πόκαψα
  • Έμεινα από δυνάμεις

πόνετα (τα)
  • (στον πληθ) = η συμπόνια

πόπυρους (ι)
  • Φούρνους που αρχίζει να ξεπυρώνει

πορδάς (ι)
  • Αυτός που κλάνει κατά σύστημα

πόρδους (ι) ή πουρδή (η)
  • Η κλανιά

    • Φρ.: Στου πόρδου τ' ουρίστι = για κάποια που υπηρετεί κάποιον σε όλα (ως υπόδουλη, του ικανοποιεί όλες τις επιθυμίες του)
πόσ'κου (του) Βλέπε:
ποτάζου
  • Αποταμιεύω

    • -Ποτάζου για τα γιράματα μ'
πόταχι (χρονικό επίρρ.)
  • Πριν από λίγη ώρα

    • -Πόταχι ε στούπα;
ποτηράκια (τα)
  • Είδος χορού