πουρπατ'ξά (η)
  • Η περπατησιά, το βάδισμα

πουρπατώ

Ετυμολογία: αρχ. περιπατώ

  • Περπατώ

    • -Άιντι μουρά μ' πουρπατούτι τσι μη ξ'λουνόστι τσ' έχουμι πουλύ δρόμου ακόμα
πουρπούτ' (του)
  • Είδος πανταλονιού που το φοράνε στο άρμεγμα.

πουρτέλα (τα)
  • Το μπροστινό άνοιγμα (έξοδος για ούρηση κ.τ.λ.) του ανδρικού παντελονιού (τα μαγαζιά που λέμε στη νεοελληνική)

    • -Ε Γιώργ' τα μαγαζιά τ' αφήτσις ανοιχτά!. Σφάλι τα πουρτέλα σ'!
πουρτί (του) Βλέπε:
πουρτόγαλου (του)

Ετυμολογία: πρώτο + γάλα > προυτόγαλου > πουρτόγαλου

  • Το πρώτο, μετά τη γέννα, γάλα. Είναι πηχτό και ιδιάζουσας οσμής, με πολλά όμως θρεπτικά στοιχεία

Επίσης:
πουσύρνου
  • Τραβώ μια δουλειά ή μια σοδειά προς το τέλος της. Αποσύρω

    • -Πουσύρας πλιά τα σύκα.

    • -Πόσυρι πλιά η δ'λειά
πουτ'ζάμινους (ι)
  • Αυτός που ποτίζεται

πουτάζου
  • Καταφέρνω να κρατήσω σε επάρκεια ή σε διαρκή χρήση, ή συνέχεια κάτι. Αποκτώ και διατηρώ.

    • - Νε ψουμί πουτάζου νε καπνό

    • τσι πιο πουλύ απ' του σπίκι μ' π'νώ
πουταυρίζουμι
  • Τεντώνομαι για να ξεμουδιάσω, χαλαρώνω ανοίγοντας τα χέρια μου σε έκταση

πουτές
  • Ποτέ

    • -Εν έπιασι δ'λειά πουτές, έδιν' όμους διαταγές!
πουτό (του)
  • Η δεύτερη δόση γάλακτος που μπαίνει για την παρασκευή του τραχανού

πουτσίλ' (του)
  • Η κρεμασμένη κοιλιά, τα περιττά λίπη στην κοιλιά

πούτσκα (τα) Βλέπε:
πούτσκους (ι)
  • Μικρή στρογγυλή πέτρα που την έστηναν στην κορυφή ενός συνόλου από πέτρες, «τα πούτσκα», και προσπαθούσαν τα παιδιά να τη ρίξουν κάτω, πετώντας μια άλλη στρογγυλή πέτρα

Επίσης:
πούτσους (ι)

Ετυμολογία: ίσως σλαβ. butsa (=εξόγκωμα, προεξοχή) ή από το αρχ. πόσθη (=ακροβυστία το πέος)

  1. Ονομασία του ανδρικού μορίου

  2. μτφ. Γυναίκα που προκαλεί, που γουστάρει και κυνηγάει άνδρες.

    • -Μι τούτου του πούτσου κη γ'τον'σσα ε θα ν έχουμι καλά ξιτέλια = με την προκιλητικότητά της δεν θα έχουμε καλό τέλος
πουφάντσι (άκλ.)
  • Έκφραση που σημαίνει ξαφνική, λανθασμένη ιδέα για κάτι

    • -Ντα σ' πουφάντσι δανά να σ'κουθείς να πας στα πρόβατα μεσ' κη βρουχή; = πώς σου ήρθε να…..
πουφτσδού (η)
  • Η κλανιάρα (με «αθόρυβο» τρόπο)

πουφτσίδα (η)
  1. Η εξαέρωση, η αθόρυβη μουλωχτή πορδή.

  2. Είδος μανιταριού.

πουχαλιάνου
  • Καταπέφτω

    • -Η φουκιά πουχάλιανι.
πουχειρώ
  • Δωρίζω, κερνάω κάτι σε φίλο ή επισκέπτη.

πρασ'νόσ'κα (τα)
  • Είδος σύκων

πρασουρέπανου
  • μτφ. Σκωπτικός τίτλος

    • -Σύ ντα μπιρδεύισι σα πρασουρέπανου;
πρέκ' (του)

Ετυμολογία: μσν. πρέκιον, πιθανώς από το αρχ. πρίω (= συνδέω, σφίγγω)

  • Επιστέγασμα κουφώματος (ξύλινο οριζόντιο δοκάρι πάνω από το άνοιγμα του παραθύρου ή της πόρτας, για να στηρίζει τον τοίχο στο άνοιγμα αυτό)

πριβόλ' (του)
  • Περιβόλι

πριχού

Ετυμολογία: μσν. πριχού

  • Προτού

    • -Πριχού πας, ρώκ'σι τσι μένα
προικούδα (η)
  • Μικρή προίκα

προκάλ' (του) Βλέπε:
προμερώθι

Ετυμολογία: προ + ημερών + θι (αρχ. καταληκτική συλλαβή)

  • Πριν από μέρες, πριν να έρθει η καθορισμένη μέρα για να γίνει κάτι

προσφάγ' (του)
  • Κολατσιό, πρόγευμα

προσφόλ'μα (του)
  • Η έρευνα με το δείκτη του χεριού μου του πισινού της κότας για να διαπιστώσω αν έχει αυγό ή όχι

πρόσφουλου (του)
  • Αυγό που βάζουμε στη φωλιά της κότας ως οδηγό για να γεννήσει τα αυγά της σ' αυτό το σημείο

προσφουλώ
  • Ερευνώ με τον δείκτη του χεριού μου τον πισινό της κότας για να διαπιστώσω αν έχει ή όχι αυγό

Επίσης:
προσώπατα (τα)
  • πληθ. της λέξης «πρόσωπο»

πρου
  • Επαναλαμβανόμενο (πρου, πρου, προύκα) είναι κλήση της νοικοκυράς για να συγκεντρώσει τις κότες από την αυλή (για φαγητό ή για να τις βάλει στο κοτέτσι)

προυάλλις (επίρρ.)
  • Προ καιρού

    • -Τ'ς προυάλλις
προυβ'ζαίνου
  • Τρέφω το αρνί που έχει ψοφήσει η μάνα του

προυβ'ζαστό (του)
  • Το αρνί που έχει ψοφήσει η μάνα του και τρέφεται από άλλο πρόβατο. Μάλιστα για να δεχτεί το αρνί να βυζάξει από το άλλο πρόβατο βγάζουν το δέρμα του ψόφιου και το δένουν πάνω στο άλλο για να πάρει τη μυρουδιά του

προυβαίρνου

Ετυμολογία: αρχ. προ - βαίνω

  • Προβάλλω, εμφανίζομαι

προυβακίλα (η)

Ετυμολογία: πρόβατο + ίλα (κατάλ. οσμηρών: βαρβατίλα, ξινίλα)

  • Η χαρακτηριστική μυρωδιά των προβάτων

προυβιά (η)
  • Το δέρμα του προβάτου

προυγκίζου
  • Αποδοκιμάζω

προυγούλ' (του)
  • Οι πτυχές του δέρματος κάτω από το σαγόνι

προυκ'νός (ι)

Ετυμολογία: προ + τινός (=αντων) με μετατροπή του ‘τ' σε ‘κ'

  • Ο σχετιζόμενος με παλαιότερη εποχή, ο παλαιότερος

    • -Οι προυκ'νοί μας = οι πρόγονοι μας
Επίσης:
προυκάλ' (του)
  • Το δώρο στο γάμο, πριν από το κάλεσμα

Επίσης:
προυκάνου ή προυκαίνου

Ετυμολογία: από το αρχ. προκάμνω (= μοχθώ από πρίν)

  • Προλαβαίνω

προυκόβου
  1. Προοδεύω

  2. μτφ. τα κάνω θάλασσα

    • -Τα πρόκοψι = τα έκανε θάλασσα
προυκουμμένους (ι)
  • Προκομμένος αλλά και ανάξιος, ανίκανος (ειρωνικά)

    • -Ι προυκουμμένους ι γιός μ' τα ποίτσι μπιλούρ = τα έκανε θάλασσα
προυλαλώ
  • Οδηγώ, κατευθύνω τα πρόβατα που είναι μέσα στη μάντρα να πάνε προς την έξοδό τους.

    • -Προυλάλ'σα τα ζα να πάσ' (να πάνε) πιο κάτου τσ' ύστιρα…
προυλαλ'στής
  • βλ. ρ. «προυλαλώ»