Ετυμολογία: αρχ. περιπατώ
shareΠερπατώ
Το μπροστινό άνοιγμα (έξοδος για ούρηση κ.τ.λ.) του ανδρικού παντελονιού (τα μαγαζιά που λέμε στη νεοελληνική)
Ετυμολογία: πρώτο + γάλα > προυτόγαλου > πουρτόγαλου
shareΤο πρώτο, μετά τη γέννα, γάλα. Είναι πηχτό και ιδιάζουσας οσμής, με πολλά όμως θρεπτικά στοιχεία
Τραβώ μια δουλειά ή μια σοδειά προς το τέλος της. Αποσύρω
Καταφέρνω να κρατήσω σε επάρκεια ή σε διαρκή χρήση, ή συνέχεια κάτι. Αποκτώ και διατηρώ.
Ετυμολογία: ίσως σλαβ. butsa (=εξόγκωμα, προεξοχή) ή από το αρχ. πόσθη (=ακροβυστία το πέος)
shareΟνομασία του ανδρικού μορίου
μτφ. Γυναίκα που προκαλεί, που γουστάρει και κυνηγάει άνδρες.
Έκφραση που σημαίνει ξαφνική, λανθασμένη ιδέα για κάτι
Ετυμολογία: μσν. πρέκιον, πιθανώς από το αρχ. πρίω (= συνδέω, σφίγγω)
shareΕπιστέγασμα κουφώματος (ξύλινο οριζόντιο δοκάρι πάνω από το άνοιγμα του παραθύρου ή της πόρτας, για να στηρίζει τον τοίχο στο άνοιγμα αυτό)
Ετυμολογία: προ + ημερών + θι (αρχ. καταληκτική συλλαβή)
shareΠριν από μέρες, πριν να έρθει η καθορισμένη μέρα για να γίνει κάτι
Η έρευνα με το δείκτη του χεριού μου του πισινού της κότας για να διαπιστώσω αν έχει αυγό ή όχι
Αυγό που βάζουμε στη φωλιά της κότας ως οδηγό για να γεννήσει τα αυγά της σ' αυτό το σημείο
Ερευνώ με τον δείκτη του χεριού μου τον πισινό της κότας για να διαπιστώσω αν έχει ή όχι αυγό
Επαναλαμβανόμενο (πρου, πρου, προύκα) είναι κλήση της νοικοκυράς για να συγκεντρώσει τις κότες από την αυλή (για φαγητό ή για να τις βάλει στο κοτέτσι)
Το αρνί που έχει ψοφήσει η μάνα του και τρέφεται από άλλο πρόβατο. Μάλιστα για να δεχτεί το αρνί να βυζάξει από το άλλο πρόβατο βγάζουν το δέρμα του ψόφιου και το δένουν πάνω στο άλλο για να πάρει τη μυρουδιά του
Ετυμολογία: πρόβατο + ίλα (κατάλ. οσμηρών: βαρβατίλα, ξινίλα)
shareΗ χαρακτηριστική μυρωδιά των προβάτων
Προκομμένος αλλά και ανάξιος, ανίκανος (ειρωνικά)
Οδηγώ, κατευθύνω τα πρόβατα που είναι μέσα στη μάντρα να πάνε προς την έξοδό τους.