Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ποδάρι + ώνω > ποδαρώνω
Σηκώνομαι στα πόδια μου μετά από αρρώστια, γίνομαι καλά