Βρέθηκε το λήμμα
πούβητα ή πούβιτα (επίρρ.)

Ετυμολογία: μσν. πούπετα (= πουθενά)

  • Πουθενά

    • -Μη του πείτι πούβιτα, μη του πείτι!!. Είδιτι ντα πήγαμι να πάθουμι;»