Βρέθηκε το λήμμα
πουργός (ι)

Ετυμολογία: αρχ. υπουργός (= βοηθός, υπηρέτης)

  • Ο εργάτης της οικοδομής που κουβαλούσε πέτρες και λάσπη στον μάστορα