Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. υπουργός (= βοηθός, υπηρέτης)
Ο εργάτης της οικοδομής που κουβαλούσε πέτρες και λάσπη στον μάστορα