Βρέθηκε το λήμμα
πουδαρ'κό (του)

Ετυμολογία: αρχ. ποδάριον, υποκορ.του πους - ποδός > ποδάρ + ικό (κατάλ.)

  • Πρωτοχρονιάτικο έθιμο, για να πάει καλά ο χρόνος