Πιθάρι (μεγάλο πήλινο αγγείο με φαρδύ στόμιο για αποθήκευση υγρών (λαδιού, κρασιού)
Τρέχω γρήγορα
Πινακωτή (επίμηκες ξύλινο σκεύος, ενάμιση περίπου μέτρο στο μάκρος και πενήντα πόντους στο πλάτος, χωρισμένο σε πεντέξι ισομεγέθη τμήματα, μέσα στα οποία τοποθετούνται τα ζυμωμένα ψωμιά και αφήνονται ωσότου φουσκώσουν -να ανέβει η ζύμη τους- πριν μεταφερθούν στο φούρνο, για να ψηθούν)
Πανιά κομμένα στο μάκρος της πινακωτής για να τοποθετούνται πάνω τους τα πλασμένα ψωμιά
Εμπιστοσύνη, πίστη
Η εμπιστοσύνη
Ετυμολογία: μσν. παγαίνω
shareΠηγαίνω, φεύγω
υποκορ. της λ. «παγιαύλ'»
Ο άρρωστος
Ο τρελός, ο παλαβός
Αυτός που έχει πάθει και έχει αποκτήσει εμπειρίες από τα πάθη του